υπεράφθονος

υπεράφθονος
-η, -ο, Ν
πάρα πολύ άφθονος, υπερεπαρκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + άφθονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεράφθονος — η, ο ο υπερβολικά άφθονος: Υπεράφθονα πλούτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεραφθονία — η, Ν [υπεράφθονος] μεγάλη αφθονία, υπερεπάρκεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”